- δελήτιον
- δελήτιον, τό, Dim. of δέλεαρ, Sophr.118 ( = [S.]Fr.1124).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δελήτιον — δελήτιον, το (Α) μικρό δόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού δέλεαρ* με συναίρεση τού εα σε η] … Dictionary of Greek
δελήτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελητίῳ — δελήτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)